inf. ao.2 épq. de πίνω.
πιέμεν: Επικ. αντί πιεῖν, απαρ. αορ. βʹ του πίνω.
πῐέμεν: эп. inf. aor. к πίνω.
πιέμεν ep. inf. aor. act. van πίνω.