πιαστήριος
English (LSJ)
πιαστήριον, = πιεστήριος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 612] = πιεστήριος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πιαστήριος: -ον, = πιεστήριος, ὃ ἴδε.
πιαστήριον, = πιεστήριος (q.v.).
[Seite 612] = πιεστήριος, Sp.
πιαστήριος: -ον, = πιεστήριος, ὃ ἴδε.