πιθακνίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, v. πιθάκνη.

Greek Monolingual

και αττ. τ. φιδακνίς, ἡ, Α
(δ. τ.) πιδάκνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθάκνη + κατάλ. -ίς, -ίδος].