πιθηκαλώπηξ

German (Pape)

[Seite 613] εκος, ὁ, Affensuchs, Ael.; auch als Spottname von Menschen (?).

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκᾰλώπηξ: εκος, ὁ, ζῷόν τι μετέχον πιθήκου καὶ ἀλώπεκος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰλ.