πικροποιός

English (LSJ)

πικροποιόν, causing bitterness, Eust.820.49; ἔχις Sch. Opp.H.1.559.

German (Pape)

[Seite 614] bitter machend, Eust. u. Schol. Il. 5, 278 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πικροποιός: -όν, ὁ προξενῶν πικρίαν, Εὐστ. 820. 49, κτλ.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που προκαλεί πίκρα, θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + -ποιός].