πιστακία

Greek Monolingual

και πιστακιά, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες και περιλαμβάνει 9 είδη αρωματικών δέντρων και θάμνων που είναι ιθαγενή της Ευρασίας, με γνωστότερο είδος του γένους το Pistacia vera, κν. φιστικιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pistacia < πιστάκη].