ο, θηλ. πιτσιρίκα Ν(με θωπευτική σημ.) παιδί μικρής ηλικίας και ζωηρό.[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ιταλ. διαλ. piccirido κατά τα ονόματα σε -ικος].