[Seite 626] τά, Ohrgehänge; Ar. bei Clem. Al.; Poll. 5, 97. 7, 96.
πλάστρα: τά серьги Arph.
πλάστρα: τά, ἐνώτια, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 10, Πολυδ. Εϳ 97. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πλάστρα· ἐνώτια. καὶ θεῶν τύποι».
η, Νβλ. πλάστης.