πλάτης

English (LSJ)

v. πλάτας.

Greek Monolingual

-ου και πλάτας, -α, ὁ, Α
το επίπεδο ὁπου οικοδομούνται τάφοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. πλατύς, με κατάλ. -ης].