v. πλάτας.
-ου και πλάτας, -α, ὁ, Ατο επίπεδο ὁπου οικοδομούνται τάφοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. πλατύς, με κατάλ. -ης].