πλέες

English (LSJ)

πλέᾰς, v. πλείων sub fin.

German (Pape)

[Seite 628] οἱ, u. acc. πλέας, ep. statt πλέονες, πλέονας, compar. zu πολύς, mehrere, Il. 2, 129. 11, 395; dor. zsgzgn πλεῖς.

French (Bailly abrégé)

v. πλεῖστος.

Russian (Dvoretsky)

πλέες: эп. (= πλείονες) pl. к πλείων.

Greek (Liddell-Scott)

πλέες: πλέᾰς, ἴδε πλείων ἐν τέλ.

English (Autenrieth)

see πλείων.

Greek Monotonic

πλέες: αιτ. πλέᾰς, βλ. πλείων.