πλακτός

English (LSJ)

πλακτή, πλακτόν, = πλαγκτός 1.2, Parm.6.6.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. πλαγκτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλακτός -ή -όν [~ πλαγκτός] zwervend.