Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πλατάγισμα
Greek Monolingual
το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλαταγίζω, ήχος, κρότος που παράγεται από αντικείμενα που αλληλοσυγκρούονται. [ΕΤΥΜΟΛ.<πλαταγίζω. Η λ., στον πληθ. πλαταγίσματα, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Βελλιανίτη].