πλατίον

English (LSJ)

Doric for πλησίον.

German (Pape)

[Seite 626] adv., dor. statt πλησίον; Theocr. 5, 28; Ep. ad. 365 (Plan. 249). τό, dim. von πλάτη (?).

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) επίρρ. βλ. πλησίον.

Greek Monotonic

πλατίον: [ᾱ], Δωρ. αντί πλησίον.

Russian (Dvoretsky)

πλᾱτίον: adv. дор. = πλησίον I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλᾱτίον Dor. voor πλησίον.