πλατυΐσχιος

English (LSJ)

ον, with broad hips, Gal. 4.629, 5.464.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πλατιά ισχία, χονδρούς μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + ἰσχίον + επίθημα -ιος].