πλατύσωμος

English (LSJ)

πλατύσωμον, with a broad body, Tz.H.6.420.

German (Pape)

[Seite 627] mit breitem Körper, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύσωμος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ σῶμα, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 420.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύσωμος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει πλατύ σώμα ή αυτός που έχει ευρύ κορμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + σῶμα.