πλεισταρχία

English (LSJ)

η, rule of the widest sway, rule of the many. v. πολυαρχία, πλείσταρχος.

Greek (Liddell-Scott)

πλεισταρχία: ἡ, = πολυαρχία, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1151Α.

Greek Monolingual

ἡ, Α πλείσταρχος
το να άρχουν πολλοί, η πολυαρχία.