πλευραί

English (Slater)

πλευραί ribs ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν (N. 10.70) τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς (sc. Ἀνταῖον: i. e. against his own ribs?) fr. 111. 4.