πλεύσιμος: -ον, πλόϊμος, Γενέσ. 119, 7.
-η, -ο / πλεύσιμος, -ον ΝΜ πλεύσιςο πλωτόςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεύσιμονη πλεύση.