πλεύσιμος

Greek (Liddell-Scott)

πλεύσιμος: -ον, πλόϊμος, Γενέσ. 119, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλεύσιμος, -ον ΝΜ πλεύσις
ο πλωτός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεύσιμον
η πλεύση.