πλεῦν

English (LSJ)

πλεῦνος, πλεῦνες, Ion. forms; v. πλείων.

French (Bailly abrégé)

neutre ion. de πλείων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεῦν Ion. comp., zie πλείων.

Russian (Dvoretsky)

πλεῦν: adv. = πλέον III.

Greek (Liddell-Scott)

πλεῦν: πλεῦνος, πλεῦνες, Ἰων. τύποι· ἴδε ἐν λ. πλείων.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ιων. τ. βλ. πλείων.

Greek Monotonic

πλεῦν: Ιων. και Δωρ. αντί πλέον, ουδ. αντί πλέων· γεν. πλεῦνος, πληθ. πλεῦνες.