ἡ, = προηρόσια, IG22.1177.9 (pl.), 1183.33.
ἡ, ΜΑ στον πληθ. αἱ πληρωσίαιτα προηροσια.[ΕΤΥΜΟΛ. < προηρόσια (< πρό ἀρότρου), με έκθλιψη του -ο- και ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-].