πληρότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, fullness, Plu.2.721c, Gal.8.671, Orib.6.3.1.

German (Pape)

[Seite 634] ητος, ἡ, Fülle, Vollständigkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πληρότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ πλήρης, ἡ πληρώτης ἡ τῆς ἐγκεχυμένης οὐσίας Γαλην. τ. 8. σ. 72.