πλησίασις
English (LSJ)
-εως, ἡ, = πλησιασμός, Plu.2.1112e.
German (Pape)
[Seite 635] ἡ, das Nahekommen, Beiwohnen, Sp.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
πλησίασις: -εως, ἡ, = πλησιασμός, Πλούτ. 2. 1112Ε.
Russian (Dvoretsky)
πλησίᾰσις: εως ἡ соитие Plut.