πλητίς

German (Pape)

[Seite 636] ἡ, = τὸ πλατίον, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πλητίς: -ῖνος, ἡ, «πλητῖνες· δέλτοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῑνος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) πληθ. «πλητῖνες
δέλτοι».