πλομίζω

English (LSJ)

poison with mullein, ἰχθῦς Arist.HA 603a1.

Greek Monolingual

Α πλόμος
ναρκώνω ψάρια με φλόμο και τά ψαρεύω, φλομίζω, φλομώνω («τοὺς ἐν ποταμοῖς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας»).

Russian (Dvoretsky)

πλομίζω: глушить коровяком (τοὺς ἰχθῦς Arst.).

German (Pape)

s. φλομίζω.