πλούσιον

English (LSJ)

θαλασσιοειδές, οἱ δὲ τὸ ὕδωρ, Hsch.

Greek Monolingual

Α πλούσιος
(κατά τον Ησύχ.) «θαλασσιοειδές, οἱ δὲ τὸ ὕδωρ».