πλόκαμα

English (LSJ)

τὰ περιόστεα νεῦρα, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ περιόστεα νεῡρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. πλόκαμος.