πλόχανον

English (LSJ)

v. πλόκανον.

German (Pape)

[Seite 638] τό, s. πλόκανον.

Greek (Liddell-Scott)

πλόχᾰνον: ἴδε πλόκανον.

Greek Monolingual

-άνου, τὸ, Α
βλ. πλόκανον.