πνευματέμφορος

English (LSJ)

πνευματέμφορον, = πνευματόφορος, στόμα EM677.28.

German (Pape)

[Seite 640] = πνευματόφορος, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτέμφορος: -ον, ὁ ἀπὸ πνεύματος πεπληρωμένος, Ἐτυμολ. Μέγ. 677. 28, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ον Μ
πνευματοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -ἔμφορος (< ἐμφέρω)].