πνιγίζω
English (LSJ)
= πνίγω, AP12.222 (Strat.).
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
πνῑγίζω: Anth. = πνίγω.
Greek (Liddell-Scott)
πνῑγίζω: πνίγω, Ἀνθ. Π. 12. 222.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) πνίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνῖγ- του πνίγω + κατάλ. -ίζω].
Greek Monotonic
πνῑγίζω: = πνίγω, σε Ανθ.
Middle Liddell
πνῑγίζω, = πνίγω, Anth.]