πνῖγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, choking, βὴξ… μετὰ π. πολλοῦ Hp.Epid. 7.26; εἰς πνῖγμα τὸν δῆμον ἔχειν = to have it fast by the throat, Cephisodot. ap.Arist.Rh.1411a7.

German (Pape)

[Seite 641] τό, das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Arist. rhet. 3, 10; Ael. H. A. 10, 48 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
étouffement, suffocation.
Étymologie: πνίγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνῖγμα -ατος, τό [πνίγω] verstikking; Hp.; overdr.. εἰς πνῖγμα τὸν δῆμον ἔχοντα = het volk in een verstikkende greep hebbend Aristot. Rh. 1411a8.

Russian (Dvoretsky)

πνῖγμα: ατος τό удушение, удавление Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πνῖγμα: τό, (πνίγω) πνιγμός, αἴσθημα πνιγηρόν, ἆσθμα καὶ πν. Ἱππ. 1217D· μεταφορ., εἰς πνῖγμα τὸν δῆμον ἔχοντα τὰς εὐθύνας πειρᾶσθαι δοῦναι Κηφισόδοτος ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.

Greek Monolingual

-ίγματος, τὸ, Α πνίγω
το αίσθημα του πνιγμού, της ασφυξίας («βήξ... μετ' ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῦ», Ιπποκρ.).