ποδαβρός

English (LSJ)

ποδαβρόν, tender-footed, Orac. ap. Hdt.1.55.

German (Pape)

[Seite 642] fußzart, zart, weichlich an den Füßen, Orak. b. Her. 1, 55, wo man auch πόδ' ἁβρός schreibt.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
à la démarche efféminée.
Étymologie: πούς, ἁβρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδαβρός -όν [πούς, ἁβρός] met tere voet.

Russian (Dvoretsky)

ποδαβρός: с нежными (невыносливыми) ногами Her.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που έχει αβρά, τρυφερά πόδια («τρυφῆς ἦν καὶ οὐκ ἀρετῆς ὁ παδαβρὸς ἐπωνυμία,» Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἀβρός].

Greek Monotonic

ποδαβρός: -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδαβρός: -όν, ὁ ἔχων ἁβροὺς πόδας, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 55.

Middle Liddell

ποδ-αβρός, όν
tenderfooted, Orac. ap. Hdt.