ποθίκων
Greek (Liddell-Scott)
ποθίκων: (= προσήκων), μετοχ. Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Bul. de cor. hel. IV, σ. 97 126· ― ποθίκωσαν (= προσήκουσαν). Ἀθην. τ. Θϳ σ. 361. ― Ὀρχομενοῦ Βοιωτ..., Συναγωγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
ποθίκων: (= προσήκων), μετοχ. Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Bul. de cor. hel. IV, σ. 97 126· ― ποθίκωσαν (= προσήκουσαν). Ἀθην. τ. Θϳ σ. 361. ― Ὀρχομενοῦ Βοιωτ..., Συναγωγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.