ποικιλήνιος
German (Pape)
[Seite 649] dor. ποικιλάνιος, mit bunten, bunt verzierten Zügeln, Pind. P. 2, 8.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλήνιος: атт. = ποικιλάνιος.
[Seite 649] dor. ποικιλάνιος, mit bunten, bunt verzierten Zügeln, Pind. P. 2, 8.
ποικῐλήνιος: атт. = ποικιλάνιος.