ποινηλατέω

English (LSJ)

pursue like an avenging fury, S.E.M.11.117:—Pass., to be so pursued, Id.P.1.27, 3.237, Heph.Astr.3.8 (in Cat.Cod.Astr.8(1).151), Eun. Hist.p.248 D., Herm. in Phdr.p.111A.

Greek (Liddell-Scott)

ποινηλᾰτέω: καταδιώκω ὡς ἡ θεὰ τῆς ἐκδικήσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 117˙ ― παθ., καταδιώκομαι οὕτω, ὁ αὐτ. π. Π. 1. 27., 3. 237. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποινηλατήσας˙ ἐλάσας».

Russian (Dvoretsky)

ποινηλατέω: преследовать возмездием (τινα Sext.): ποινηλατεῖσθαι ὑπ᾽ Ἐρινύων Plut. быть преследуемым Эриниями.