πολλότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, plurality, Dam.Pr.55.

Greek (Liddell-Scott)

πολλότης: -ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρ. οὐσιαστ. τοῦ πολύς, Δαμασκ. ἐν Wolf. Anecd. 3. 228.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α
το να είναι κάτι πολύ, πληθύς, πληθώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + κατάλ. -της].