πολυανώδυνος

English (LSJ)

πολυανώδυνον, with much anodyne power, = κώνειον, Ps.-Dsc. 4.78.

Greek (Liddell-Scott)

πολυανώδῠνος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν δύναμιν πρὸς καταστολὴν τῶν πόνων, ἕτερον ὄνομα τοῦ κωνείου, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4 79.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη για καταστολή τών πόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀνώδυνος «αυτός που καταστέλλει τους πόνους»].