πολυγώνιος

English (LSJ)

πολυγώνιον, = πολύγωνος, Theophrastus Sens.66, CP6.1.6, Poll.4.161.

German (Pape)

[Seite 661] = Folgdm, Poll. 4, 161.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγώνιος: -ον, = πολύγωνος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66, Πολυδ. Δ΄, 161.

Greek Monolingual

-α, -ο / πολυγώνιος, -ον, ΝΜΑ πολύγωνος
πολύγωνος.