πολυεδρικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν πολύεδρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολύεδρο
2. αυτός που έχει σχήμα πολυέδρου («πολυεδρική κρύσταλλος»).