πολυπότις
German (Pape)
[Seite 669] ἡ, fem. zum Vorigen, Ael. V. H. 2, 41.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
grande buveuse.
Étymologie: πολύς, πίνω.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
βλ. πολυπότης.
[Seite 669] ἡ, fem. zum Vorigen, Ael. V. H. 2, 41.
ιδος
adj. f.
grande buveuse.
Étymologie: πολύς, πίνω.
-ιδος, ἡ, Α
βλ. πολυπότης.