πολύϊνος

English (LSJ)

[ῑ], ον (ἴς A) with many fibres, Thphr. HP 3.10.3, al.

German (Pape)

[Seite 663] viel Fasern habend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊνος: [ῑ], -ον, (ἲς) ὁ ἔχων πολλὰς ἶνας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές ίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴς, ἰνός «ίνα» (πρβλ. λεπτό-ϊνος, ολιγό-ϊνος)].