πορθμία

German (Pape)

[Seite 683] ἡ, = πορθμεία, f. L. bei Strab.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμία: ἡ, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ πορθμεία, Πλουτ. Ρωμ. 5.