πορνοσύνη

English (LSJ)

ἡ, = πορνεία, Man.4.314.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, = πορνεία, Maneth. 4, 314.

Greek (Liddell-Scott)

πορνοσύνη: ἡ, = πορνεία, Μανέθων. 4. 314.

Greek Monolingual

ἡ, Α πόρνη
πορνεία.