-ή, -όν, ΝΑ πορφύρατο θηλ. ως ουσ. ἡ πορφυρικήτο μονοπώλιο της κατεργασίας της πορφύρας, της βαφής πορφυρών υφασμάτων («ἡ κατὰ Λυκίαν πορφυρική», Πάπ.).