πορφυροπώλισσα

Greek (Liddell-Scott)

πορφυροπώλισσα: ἡ, = τῷ πορφυρόπωλις, Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 170, 40.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
βλ. πορφυροπώλης.