ποταμίσκος

English (LSJ)

ὁ, little river, riverlet, Dim. of ποταμός, Str.14.1.8.

German (Pape)

[Seite 688] ὁ, dim. von ποταμός, Flüßchen, Strab.

Greek Monolingual

ὁ, Α ποταμός
μικρός ποταμός, ποταμάκι.