ποταμογενής

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που γίνεται, που σχηματίζεται από τον ποταμό, ο προσχωσιγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θεο-γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Αντ. Κορδέλλα].