ποταμοπλαγκτόν

Greek Monolingual

το, Ν
βιολ.
το πλαγκτόν τών ποταμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. potamoplankton (< ποταμός + πλαγκτόν)].