ποταμόπνικτος: -ον, ὁ ἐν ποταμῷ πνιγείς, Θεοφάνης 561, 11.
-ον, Μπνιγμένος σε ποτάμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + πνικτός (< πνίγω)].