πρέσβευσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, dispatch on an embassy, ἡ π. ἐγένετο Th.1.73, D. C.42.46; poet. acc. to D.H.Amm.2.3.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, Gesandtschaft; ἐγένετο, Thuc. 1, 73, von D. Hal. für poetisch erkl.; gew. πρεσβεία, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
députation, ambassade.
Étymologie: πρεσβεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβευσις -εως, ἡ [πρεσβεύω] het zenden van gezanten.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβευσις: εως ἡ посольство Thuc.
Greek Monotonic
πρέσβευσις: ἡ, πρεσβευτική ηλικία, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβευσις: ἡ, τὸ πρεσβεύειν, ἀποστολὴ πρεσβευτοῦ, πρεσβεία, ἡ πρ. ἐγένετο Θουκ. 1. 73, Δίων Κ. 42. 46· πρεσβευσία, ἐσφαλμ. γραφ. ἐν Διον, Ἁλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 3· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 532.
Middle Liddell
πρέσβευσις, εως,
#an embassage, Thuc.