πρήγιστος

English (LSJ)

(v. πρεῖγυς,), GDI3742.4 (Cos).

Greek (Liddell-Scott)

πρήγιστος: βουλῆς· (= πρέσβιστος), ὡς ὁ ἐν Σπάρτῃ πρέσβυς γερόντων, Ἐπιγρ. Ἱεραπυτν. Κρήτης τῶν μ. Χρ. Ῥωμ. χρόνων CIG 2562.

Greek Monolingual

και πρίγιστος, -η, -ον, Α
βλ. πρέσβιστος.